DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Brandschott n
astronaut., transp. Αντιπυρικό διάφραγμα
construct. αντιπυρικό χώρισμα
mech.eng. αντιπυρικό διάφραγμα; αντιπυρικό δομικό διάφραγμα; αντιπυρικό τοίχωμα
transp. πυράντοχο διάφραγμα; πυρίμαχος διαχωρισμός
transp., avia. Διάφραγμα από συρμάτινο δικτύωμα; Δομικό διάφραγμα; διάφραγμα