DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Brücke f f =, -n
agric. θόλος; καμάρα; εξέδρα
el. κατακόρυφη μονάδα; βραχυκυκλωτήρας
environ. γέφυρα
industr., construct., met. γεφυρωτό φράγμα
mech.eng. τόρνος με διάκενο βάσης; δοκός γεφύρωσης διακένου βάσης τόρνου
med. γέφυρα (pons); γέφυρα Varolius (pons)
transp., nautic. ο κλειστός χώρος της γέφυρας; υπερστέγασμα γέφυρας
Brücke
: 75 phrases in 12 subjects
Construction16
Earth sciences1
Electronics4
Forestry1
General1
Industry3
Information technology1
Materials science1
Mathematics1
Medical21
Technology5
Transport20