DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Bottich m m -(e)s, -e
agric. δεξαμενή οινοποίησης; δοχείο οινοποίησης; δεξαμενή; κάδος
industr., construct. μαστέλο; λουτρό βαφής χρώματος κάδου
mater.sc. πιθάρι
Bottich
: 3 phrases in 2 subjects
Agriculture2
Materials science1