DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Bodenkrume f
agric. καλλιεργήσιμο στρώμα; επιφανειακό έδαφος; επιφανειακό στρώμα; καλλιεργήσιμο έδαφος
agric., construct. καλλιεργήσιμος γή; επιφανειακόν έδαφος
construct. φυτικές γαίες