DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Bodenklappe f
agric. άνοιγμα τροφοδοσίας; θυρίδα τροφοδοσίας; πύλη τροφοδοσίας
mun.plan., transp. καταπακτή δαπέδου
transp., construct. βαλβίδα