DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Bodenbearbeitung f =
agric. τέταρτη άροση με χειρωνακτικά εργαλεία
agric., construct. διευθέτησις γαιών
econ. προετοιμασία του εδάφους
environ. κατεργασία του εδάφους
life.sc., agric. αναδόμηση
math. οργώνουν
Bodenbearbeitung v
forestr. σκαριφισμός; αναμόχλευση του εδάφους; καλλιέργεια του εδάφους
Bodenbearbeitung
: 17 phrases in 2 subjects
Agriculture13
Statistics4