DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
Blutzelle m
med. έμμορφο συστατικό του αίματος; αιμοκύτταρο; αιματοκύτταρο; αιμοσφαίριο
Blutzellen f
med. έμμορφα στοιχεία αίματος; κύτταρα αίματος
Blutzelle
: 1 phrase in 1 subject
Medical1