Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Arabic
Danish
Dutch
English
Finnish
French
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Lithuanian
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
Swedish
Ukrainian
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
noun
|
adjective
|
to phrases
Blockierung
f f =
agric.
περιορισμός
commun., IT
υπέρβαση μήκους πακέτου
;
υπέρβαση χρόνου
el.
σύστημα ακινητοποίησης
;
φραγή
;
ασφάλιση
;
διάταξη ασφάλισης
;
διάταξη για το κλείδωμα
;
διάταξη κλειδιών
;
διάταξη σφράγισης
mech.eng.
διάταξη αλληλασφάλισης
met., mech.eng.
μανδάλωμα
;
μπλοκάρισμα
nat.sc., industr.
εμπλοκή
stat., commun., scient.
συμφόρηση
transp., mech.eng.
ακινητοποίηση
;
αναστολή
;
παύση λειτουργίας
Blockierung
adj.
med.
απόφραξη
;
φράξιμο
;
κλείσιμο
;
στένωση
;
βούλωμα
;
παρεμπόδιση
;
παρακώλυση
Blockierung
:
11 phrases
in 6 subjects
Communications
3
Economy
1
Electronics
2
Information technology
3
Labor law
1
Transport
1
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips