DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Blinker adj.
commun. ηλεκτρονόμος διαλείποντος φωτός
fish.farm. κουτάλι; κουταλάκι
transp. βλεφαροειδής ενδείκτης
transp., industr. δείκτης πορείας; φανός δείκτης κατεύθυνσης; φώτα αλλαγής κατευθύνσεως
blinken adj.
earth.sc., el. αναλάμπει
mech.eng. βλεφαρισμός; ματάκι
Blinken adj.
IT, dat.proc. αναβοσβήσιμο
Blinker
: 1 phrase in 1 subject
Communications1