DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb
Blinddarm m m -(e)s, ..därme
med. τυφλόν έντερον (caput coli, caecum)
Blinddarm v
med. σκωληκοειδής απόφυση (appendix vermiformis); απόφυση (appendix vermiformis); τυφλό έντερο (caecum); τυφλό (caecum); τυφλό κόλο (caecum)
Blinddarm- v
med. τυφλικός (caecalis); αναφερόμενος στο τυφλό (caecalis)