DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Blasen- n
med. κυστικός; κυστοειδής
Blasen v
chem. εμφύσηση; διαμόρφωση με εμφύσηση
industr., construct., chem. χύτευση σε φυσητή μηχανή
industr., construct., met. αναβρασμός
Blase v
chem. βραστήρας
industr., construct. κύστις; φυσαλίδα αέρα; έγκλεισμα αέρα; εξώασκος,φλυκταινώδης εξέλκωσις; φούσκωμα
industr., construct., met. φυσαλίδα F
med. κύστη; φυσαλίδα; φουσκάλα; πομφόλυγα
nat.sc., agric. εξόγκωμα,κύστις,φλυκταινώδης εξέλκωσις; Κυστοειδής καρποφορία σκωρίασης; ερυσίβη,στάχτη
blasen v
social.sc. φουμάρω
Blasen
: 62 phrases in 9 subjects
Agriculture1
Chemistry10
Electronics1
General1
Hobbies and pastimes2
Industry10
Medical33
Metallurgy3
Natural sciences1