DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Blütenknospe f f =, -n
agric. γόνιμο μάτι; γόνιμος οφθαλμός; καρποφόρος οφθαλμός
med. μπουμπούκι
nat.sc. ανθοφόρος οφθαλμός (Gemma florifera)