DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Blüte f f =, -n
med. άνθος; λουλούδι
Blüte v
agric. γονιμοποίηση
med. άνθηση
nat.res. άνθος (Flos)
nat.sc. ανθοφορία; περίοδος άνθησης
Bluten v
agric. δάκρυσμα; δακρύρροια; εξίδρωσις,εκροή,έκχυσις,εφίδρωσις; εκροή χυμών
industr., construct. μεταφορά χρώματος; έκχυση
industr., construct., chem. έκχυση χρώματος
Blut v
environ. αίμα (ιστός); αίμα ιστός
med. αίμα
Blüte
: 96 phrases in 12 subjects
Agriculture2
Chemistry2
Earth sciences1
Environment2
Food industry1
Health care9
Materials science2
Medical53
Natural resourses and wildlife conservation4
Natural sciences18
Pharmacy and pharmacology1
Social science1