DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Bisse v
gen. δήγματα ζώων
Biss adj.
health. δάγκωμα σκύλου; δαγκωματιά σκύλου
med. δήξη; σύγκλειση οδοντοστοιχιών; πατέντα δήξης; θέση δήξης; θέση σύγκλεισης γνάθων; δάγκωμα; τσίμπημα
 German thesaurus
BISS abbr.
abbr. BSH Bundesamt für Seeschiffahrt und Hydrographie Informationssystem Schiffe (bawl)
Biss
: 5 phrases in 1 subject
Medical5