DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Bindung f f =, -en
commer., polit., interntl.trade. παγιοποίηση των δασμών
comp., MS διαδικασία σύνδεσης
construct. σύνδεσμος μεταξύ χάλυβα και σκυρόδεμα
IT, dat.proc. προσδιοριστικό ζευγάρι
lab.law. δέσμευση από συλλογική σύμβαση; υπαγωγή σε συλλογική σύμβαση
market. δέσμευση
med. δεσμός; σύνδεση
tech. δέσιμο
tech., industr., construct. ύφανση
σ-Bindung f
gen. σ-δεσμός
π-Bindung f
gen. π-δεσμός
Bindung v
med. σύνδεσμος; σύζευξη
Bindung
: 81 phrases in 21 subjects
Chemistry8
Commerce1
Construction1
Earth sciences2
Ecology2
Economy2
Environment5
Finances5
General3
Health care2
Immigration and citizenship1
Industry7
Law8
Mechanic engineering1
Medical20
Metallurgy1
Microsoft3
Natural sciences2
Physical sciences3
Procedural law3
Textile industry1