DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Bindemittel n n -s, =
agric. κολλητική ουσία
chem. συνδιαλύτης; φορέας
chem., el. μέσο πήξης; πηκτικό μέσο; συνδετικό μέσο
construct. συνδετικό υλικό
environ. συγκολλητική ουσία
food.ind. παράγοντας δέσμευσης
industr., construct. συνδετική ουσία; συγκολλητικό
mater.sc., chem. μέσο στερεώσεως; συγκολλητικό μέσο; συνεκτικό μέσο
mater.sc., el. συνδέτης; συνδετικό
med. μέσο συγκόλλησης
met. ουσία συσσωμάτωσης
pharma. έκδοχο
Bindemittel
: 24 phrases in 9 subjects
Chemistry2
Coal2
Construction7
Environment2
General2
Industry4
Materials science1
Metallurgy1
Transport3