DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Biegen adj.
earth.sc., met. λυγισμός
industr., construct. κύρτωση ξύλου
industr., construct., met. κύρτωση σε επίπεδο γυαλί; κύρτωσησε σωλήνες
transp. διαμόρφωση
biegen adj.
forestr. καμπύλη; κάμψη; λυγίζω
met. κυρτώνω
Biegen
: 12 phrases in 5 subjects
Chemistry1
Industry2
Mechanic engineering1
Metallurgy7
Transport1