DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Bewehrung f f =, -en
construct. οπλισμός
earth.sc., el. θωράκιση; μόνωση
el. οπλισμός του καλωδίου; θωράκιση του καλωδίου; οπλισμός καλωδίου
Bewehrung
: 10 phrases in 5 subjects
Construction4
Electronics2
Materials science2
Metallurgy1
Transport1