DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Betriebsleiter m m -s, =
gen. εξουσία λήψης αποφάσεων
agric. διαχειριστής της εκμετάλλευσης; αρχηγός γεωργικής εκμεταλλεύσεως; εκμεταλλευτής; εκμεταλλευτής αγροκτήματος; καλλιεργητής αγροκτήματος
construct. κύριος έργου
econ. επιστάτης
econ., transp. διευθυντής; εργοδηγός
IT Προϊστάμενος χειριστών
lab.law., agric. αρχηγός γεωργικής εκμετάλλευσης
law, econ. διευθυντής επιχείρησης
law, lab.law. προϊστάμενος υπηρεσίας
transp. προϊστάμενος της υπηρεσίας εκμετάλλευσης; προϊστάμενος της υπηρεσίας κίνησης
 German thesaurus
Betriebsleiter m m -s, =
busin. Betriebsdirektor (Andrey Truhachev)
Betriebsleiter
: 9 phrases in 5 subjects
Agriculture4
Economy1
Energy industry1
Social science2
Transport1