Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Bulgarian
Czech
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovene
Spanish
Swedish
Ukrainian
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
Betriebsleiter
m m -s, =
gen.
εξουσία λήψης αποφάσεων
agric.
διαχειριστής της εκμετάλλευσης
;
αρχηγός γεωργικής εκμεταλλεύσεως
;
εκμεταλλευτής
;
εκμεταλλευτής αγροκτήματος
;
καλλιεργητής αγροκτήματος
construct.
κύριος έργου
econ.
επιστάτης
econ., transp.
διευθυντής
;
εργοδηγός
IT
Προϊστάμενος χειριστών
lab.law., agric.
αρχηγός γεωργικής εκμετάλλευσης
law, econ.
διευθυντής επιχείρησης
law, lab.law.
προϊστάμενος υπηρεσίας
transp.
προϊστάμενος της υπηρεσίας εκμετάλλευσης
;
προϊστάμενος της υπηρεσίας κίνησης
German thesaurus
Betriebsleiter
m m -s, =
busin.
Betriebsdirektor
(
Andrey Truhachev
)
Betriebsleiter
:
9 phrases
in 5 subjects
Agriculture
4
Economy
1
Energy industry
1
Social science
2
Transport
1
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips