DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Beteiligung f f =, -en
econ. εταιρική συμμετοχή
fin. συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο; μετοχικά μερίδια; αγορά συμμετοχών; επένδυση μετοχικού κεφαλαίου
law επένδυσις; επένδυσις σε θυγατρική εταιρία; σύσταση
med. συμμετοχή
Beteiligungen f
market. συμμετοχές; συμμετοχές και λοιπές μακροπρόθεσμες απαιτήσεις
Beteiligung
: 120 phrases in 17 subjects
Accounting1
Business4
Construction1
Economy23
Environment4
Finances28
General28
Human rights activism1
Immigration and citizenship1
Insurance1
Labor law1
Law18
Marketing3
Patents1
Social science2
Taxes1
Transport2