DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Bestrahlungsstärke f =, -n
earth.sc., el. ακτινοβολία f; πυκνότητα ροής ακτινοβολίας
earth.sc., tech. ρυθμός έκθεσης; ρυθμός εκθέσεως
phys.sc. ένταση ακτινοβολκας; ενεργειακός φωτισμός; πυκνλτητα ηλιακής ακτινοβολκας; ροή ακτινοβολίας ανά μονάδα επιφανείας; φωτισμός m