DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Besoldung f f =
gov. καθεστώς χρηματικών απολαβών
gov., econ. αμοιβή
law, lab.law. αποδοχές δημοσίου υπαλλήλου; μισθός δημοσίου υπαλλήλου