DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Beschneider v
met., mech.eng. εργαλείο τελικής διάτμησης
Beschneiden adj.
agric. κλάδεμα προετοιμασίας μεταφύτευσης
environ. κλάδευση
met. ξάκρισμα; ψαλίδισμα; τελική διάτμηση
beschneiden adj.
commun. αποκόπτω τις προεξοχές; ξακρίζω; ψαλιδίζω; περικόπτω το δόντι γράμματος που σημαδεύει την εκτύπωση; αφαιρώ τις ανωμαλίες του μετάλλου κατά την κατασκευή των τυπογραφικών στοιχείων; κόπτω τα άκρα σελίδας,την σμικρύνω; κόβω; ψαλιδίζω τα περιθώρια βιβλίου
cultur. αφαιρώ τις ανωμαλίες που παραμένουν στην χαλκογραφία
Beschneiden
: 11 phrases in 4 subjects
Agriculture3
Chemistry1
Industry5
Natural sciences2