DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Beruf [bəˈʁuːf] m m -(e)s, -e
econ. απασχόληση; δραστηριότητα
environ. Κατάληψη
law, lab.law. επάγγελμα
Berufs m
lab.law. κέντρο επαγγελματικής αποκατάστασης; κέντρο επανένταξης; κέντρο εργασιακής προετοιμασίας; κέντρο παρατήρησης και αποτίμησης
Beruf
: 93 phrases in 14 subjects
Art1
Economy18
Education7
Environment3
General6
Health care3
Human rights activism1
International trade1
Labor law16
Law23
Social science8
Statistics3
Trade unions1
Transport2