DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Berechtigung f f = (zu D)
commun. κατηγορία υπηρεσίας
comp., MS δικαίωμα; προνόμιο
fin., IT κρυπτογραφική επαλήθευση
law εξουσιοδότηση
law, transp. προσόν
transp. ικανότητα
transp., avia. Ικανότητα, ειδικότητα
Berechtigungen f
comp., MS δικαιώματα
Berechtigung
: 32 phrases in 11 subjects
Accounting2
Communications6
Construction1
Finances3
General1
Health care2
Information technology2
Law5
Microsoft7
Pharmacy and pharmacology1
Transport2