DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Berechtigte adj.
law αρμόδιος
Berechtigter adj.
insur. δικαιούχος; φορέας δικαιώματος
law δικαιούχος μιας κοινωνικής παροχής; δικαιούχος ενός δικαιώματος; αρμόδιος; δικαιούχος της διατροφής
Berechtigte
: 48 phrases in 11 subjects
Communications2
Finances4
Fish farming pisciculture1
General9
Government, administration and public services1
Immigration and citizenship1
Information technology4
Insurance3
Law19
Patents1
Politics3