DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Beleuchtungsstärke f =, -n
earth.sc., agric. ένταση φωτισμού
earth.sc., el. ισχύς φωτισμού
earth.sc., life.sc. ποσότητα φωτισμού
el. φωτεινότητα f; φωτισμός m
tech., el. πίνακας συνιστάμενου φωτισμού για διάφορες δραστηριότητες
Beleuchtungsstärke
: 3 phrases in 2 subjects
Earth sciences1
Labor law2