Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
noun
|
noun
|
verb
|
to phrases
Beize
f f =, -n
chem.
διάλυμα αποξείδωσης
;
καθαριστικό υγρό για την επιφάνεια των μετάλλων
med.
πρόστυμμα
Beizen
n n -s
industr.
αποσκωρίαση
Beizen
v
environ.
χημική διάβρωση
;
χαρακτική με οξύ
;
χάραξη
;
χημική διάβρωση/χάραξη/χαρακτική με οξύ
industr.
στυπτηρίαση
;
στυπτηριασμός
;
παρασκεύασμα για αποξείδωση
industr., construct., met.
βερνίκωμα
;
επίχριση
met.
αποσκωρίωση
beizen
v
agric.
απολυμαίνω με καυστική ουσία
chem.
εμποτίζω με στυπτικά
industr., construct.
βάφω μέ καυστική ουσία
;
βάφω σε καυστικό υγρό
;
καθαρίζω με οξέα
met.
καθαρίζω την επιφάνεια μετάλλου
met., mech.eng.
αντισκωριώνω
;
αποσκωριώνω με οξύ
Beize
v
gen.
λουτρό αποσκωριώσεως
chem.
λουτρό εμβάπτισης
;
υγρό καθαρισμού μεταλλικών επιφανειών
Beizer
v
agric.
συσκευή απολύμανσης σπόρων
lab.law.
χειριστής γραμμής οξέων
;
αποσκωριαστής μετάλλου
Beizen
:
11 phrases
in 4 subjects
Chemistry
5
Electronics
3
Industry
2
Metallurgy
1
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips