DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | verb | to phrases
Beize f f =, -n
chem. διάλυμα αποξείδωσης; καθαριστικό υγρό για την επιφάνεια των μετάλλων
med. πρόστυμμα
Beizen n n -s
industr. αποσκωρίαση
Beizen v
environ. χημική διάβρωση; χαρακτική με οξύ; χάραξη; χημική διάβρωση/χάραξη/χαρακτική με οξύ
industr. στυπτηρίαση; στυπτηριασμός; παρασκεύασμα για αποξείδωση
industr., construct., met. βερνίκωμα; επίχριση
met. αποσκωρίωση
beizen v
agric. απολυμαίνω με καυστική ουσία
chem. εμποτίζω με στυπτικά
industr., construct. βάφω μέ καυστική ουσία; βάφω σε καυστικό υγρό; καθαρίζω με οξέα
met. καθαρίζω την επιφάνεια μετάλλου
met., mech.eng. αντισκωριώνω; αποσκωριώνω με οξύ
Beize v
gen. λουτρό αποσκωριώσεως
chem. λουτρό εμβάπτισης; υγρό καθαρισμού μεταλλικών επιφανειών
Beizer v
agric. συσκευή απολύμανσης σπόρων
lab.law. χειριστής γραμμής οξέων; αποσκωριαστής μετάλλου
Beizen
: 11 phrases in 4 subjects
Chemistry5
Electronics3
Industry2
Metallurgy1