DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Beiwagen m m -s, =
transp. ρυμούλκα; συμπληρωματικό όχημα; σιδηροδρομικό ρυμουλκούμενο όχημα; ελκόμενο σιδηροδρομικό όχημα
Beiwagen
: 1 phrase in 1 subject
Transport1