DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Beilage f f =, -n
commun. ένθετο; παρένθεσις; παρεμβολή
insur. συμπληρωματικό ειδικό ασφαλιστικό σημείωμα
tech., industr., construct. πλάκα
transp. σφηνοειδής τάκος; τάκος
Beilage
: 2 phrases in 1 subject
General2