DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Begünstigter v
gen. δικαιούχος,δωρεοδόχος
agric. δικαιούχος παροχής
fin. δικαιούχος
insur. δικαιούχος παροχής
law, econ. δικαιούχος trust
Begünstigte v
fin., proced.law., econ. δικαιούχος πληρωμής
Begünstigter
: 48 phrases in 8 subjects
Chemistry1
Economy6
Finances29
General3
Law3
Marketing1
Medical1
Microsoft4