DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Becken n n -s, =
construct. στρώμα ύδατος
cultur. κύμβαλο; πιάτο
econ., construct. νηοδόχος
fish.farm. τεχνητή δεξαμενή διατήρησης ψαριών; δεξαμενή
fish.farm., coal. υδροστάσιο
industr., construct., met. κάδος νερού; λεκάνη φούρνου
med. πύελος (pelvis)
Becken- n
med. πυελικός
Becken
: 107 phrases in 10 subjects
Agriculture5
Construction7
Earth sciences2
Energy industry1
Environment5
Life sciences5
Mechanic engineering3
Medical74
Nuclear physics3
Transport2