DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
bearbeitet v
life.sc., agric. καλλιεργημένο έδαφος
met., el. μηχανικά επεξεργασμένος
Bearbeiten adj.
comp., MS Επεξεργασία
bearbeiten adj.
comp., MS επεξεργάζομαι
mech.eng. κατεργάζομαι μηχανικά; μετασκευάζω; εργάζομαι; κατασκευάζω; κατεργάζομαι
med. επεξεργάζομαι επεξεργάστηκα; κατεργάζομαι κατεργάστηκα
met. κατεργάζομαι διά κοπής
Bearbeiten
: 55 phrases in 13 subjects
Agriculture4
Chemistry4
Economy1
Forestry1
General2
Industry19
Mechanic engineering4
Metallurgy8
Microsoft6
Municipal planning1
Pharmacy and pharmacology1
Textile industry1
Transport3