DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Bauträger m m -s, =
construct., mun.plan. εργολάβος κατασκευών; εταιρεία κατασκευής και αξιοποίησης ακινήτων; κατασκευαστής ακινήτων; κατασκευαστική εταιρεία
econ. εργολαβία οικοδομών
industr. εργόλαβος δομικών έργων
lab.law., construct. επιχειρηματίας αστικής ανάπτυξης; επιχειρηματίας κατασκευαστής.; κατασκευαστής