DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Baustein m m -(e)s, -e
comp., MS μπλοκ δόμησης
construct. οπτόπλινθος
el. δομικό τμήμα; λειτουργικό υποσύστημα; μόντουλ; συσκευασία; βαθμίδα
industr., construct. δομικός λίθος
IT κατασκευαστική μονάδα; κατασκευαστική ομάδα
Bausteine m
med. δομικές ομάδες
 German thesaurus
Baustein m m -(e)s, -e
progr. Funktionsbaustein (ssn)
Baustein
: 77 phrases in 8 subjects
Communications3
Construction6
Electronics2
Environment1
Industry1
Information technology58
Microsoft1
Technology5