| |||
βραχίονας φορτωτήρα; κορμός φορτωτήρα; μπούμακν. | |||
δένδρο | |||
δενδρώδες στρώμα | |||
μάτσα | |||
δέντρο | |||
κέρκος; ράντα; δοκός; ιστός | |||
| |||
δενδροειδής (arborescens, arboriformis, dendroideus) | |||
| |||
διάσιμο; απευθείας διάσιμο; τύλιγμα στημονιού σε ρόλους | |||
| |||
διαστράρω; ρολλάρω; τυλίγω |
Baum : 53 phrases in 15 subjects |