DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Baum m m -(e)s, Bäume
agric. βραχίονας φορτωτήρα; κορμός φορτωτήρα; μπούμακν.
econ. δένδρο
environ. δενδρώδες στρώμα
hobby, transp., nautic. μάτσα
med. δέντρο
transp. κέρκος; ράντα; δοκός; ιστός
Baum- m
nat.sc. δενδροειδής (arborescens, arboriformis, dendroideus)
Bäumen m
tech., industr., construct. διάσιμο; απευθείας διάσιμο; τύλιγμα στημονιού σε ρόλους
bäumen m
industr., construct. διαστράρω; ρολλάρω; τυλίγω
Baum
: 53 phrases in 15 subjects
Agriculture18
Communications7
Electronics2
Environment3
Forestry4
Health care3
Information technology4
Mathematics1
Medical2
Metallurgy1
Microsoft1
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences4
Transport1
Work flow1