DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Bauelemente n
environ. δομικό στοιχείο
Bauelement n n -(e)s, -e
construct. κτιριακή μονάδα; προκατασκευασμένο δομικό στοιχείο
el. στοιχείο; βαθμίδα; μόντουλ
environ., el. διάταξη; ηλεκτρονικό εξάρτημα; ηλεκτρονικό στοιχείο
IT περιφερειακό
mech.eng. μηχανικό στοιχείο
Bauelemente
: 94 phrases in 8 subjects
Communications2
Construction2
Electronics80
Industry1
Information technology6
Natural sciences1
Technology1
Transport1