DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Bastardierung f f =, -en
health. διασταύρωση
med. διασταύρωσις των φυλών; παραγωγή μιγάδων; διασταύρωσις; μιγαδοποίησις; υβριδισμός; υβριδοποίησις
med., life.sc., industr. υπερειδικός υβριδισμός