DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Banknote f =, -n
fin. τραπεζογραμμάτιο
Banknoten f
fin. ακάλυπτο χρήμα; παραστατικό χρήμα; πιστωτικό χρήμα; χαρτονόμισμα f; χρήμα ευχερώς υποκείμενο σε μεταβολές της αγοραστικής του δύναμης
Banknote
: 45 phrases in 5 subjects
Accounting3
Economics5
Finances24
General7
Law6