DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Ballen m m -s, =
med. μαλακό σφαιρίδιο πέλματος
Ballen v
agric., industr. δέμα
chem. τράπεζα κυλίνδρου
industr., construct. δέμαβαμβακιού
med. θέναρ (thenar); αντιθέναρ; οπισθέναρ; βλαισός μεγάλος δάκτυλος
stat. δέσμη; δεσμίδα; συστάδα
Ball v
transp. σφαίρα
 German thesaurus
Ball. m
aerodyn. Ballistik
Ball m m -(e)s, Bälle
aerodyn. Ballon
Ball. abbr.
abbr. Ballade; Ballast; Ballett; Balletteuse; Ballon
Ballen
: 23 phrases in 5 subjects
Agriculture9
Hobbies and pastimes4
Industry5
Medical4
Transport1