DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Balken m m -s, =
agric. λείο ξύλο; τετραγωνισμένο ξύλο
commun., el. μπάρα
construct. δοκάρι; δοκός
hobby δοκός ισορροπίας; πάσσαλος για ισορροπία
industr., construct., mech.eng. Πρώτη επέμβαση πρώτη κοπή
IT, dat.proc. ράβδωση
transp. ζυγόν
transp., nautic. ζυγό καταστρώματος
Balken adj.
forestr. δοκός (ξύλινη); μαδέρι; ορθογωνισμένο ξύλο
med. μεσολόβιο (corpus callosum)
Balken- adj.
med. μεσολόβιος
Balken
: 11 phrases in 6 subjects
Agriculture1
Chemistry1
Industry2
Microsoft2
Natural sciences1
Transport4