DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Auswuchs m m -es, ..wüchse
agric. σπόροι που έχουν φυτρώσει; φυτρωμένος σπόρος
life.sc., agric. βλάστηση
med. έκφυσις; έκφυση; ανώμαλη ανάπτυξη ιστού; όγκος; παθολογικo πρήξιμο; παθολογική εξόγκωση
met. κρούστα διάβρωσης
nat.sc. έκφυμα (excrescentia)
nat.sc., agric. εκβλάστημα; εξόγκωση
Auswuchs
: 2 phrases in 2 subjects
Metallurgy1
Natural sciences1