| |||
σπόροι που έχουν φυτρώσει; φυτρωμένος σπόρος | |||
βλάστηση | |||
έκφυσις; έκφυση; ανώμαλη ανάπτυξη ιστού; όγκος; παθολογικo πρήξιμο; παθολογική εξόγκωση | |||
κρούστα διάβρωσης | |||
έκφυμα (excrescentia) | |||
εκβλάστημα; εξόγκωση |
Auswuchs : 2 phrases in 2 subjects |
Metallurgy | 1 |
Natural sciences | 1 |