DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Austrieb m m -(e)s
agric. φυλλοφυία
industr., construct., met. προεξοχή μετάλλου στην επιφάνεια χυτού αντικειμένου
life.sc. άνθησις; μπουμπούκιασμα
nat.sc., agric. Βλαστός φύτρο