DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Austreiber v
earth.sc., mech.eng. γεννήτρια; λέβητας
mech.eng. περόνη αποβολής κώνων
tech., el. εκτοξευτήρας; τζιφάρι
Austreiben adj.
chem. εξάντληση
austreiben adj.
IT αραιώνω κατακορύφως
Austreiben
: 1 phrase in 1 subject
Transport1