DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Austastung f f =
commun. φίμωση
el. σήμα αμαύρωσης; σήμα πλήρους διακοπής
environ. έρευνα/διερεύνηση/εξερεύνηση/αναζήτηση
med. φηλάφηση