DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Aussenhaut f
met. διπλός φλοιός πλινθώματος; κρούστα; διπλή επιδερμίδα; πιτσίλισμα πυθμένα
transp., nautic. πέτσωμα σκάφους; πλευρικά ελάσματα
Außenhaut f f =
chem., el. κύλινδρος
industr. επίστρωση
med. εξωδερμίδα
Aussenhaut
: 2 phrases in 1 subject
Agriculture2