DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Ausschlag m m -(e)s, ..schläge
earth.sc. απόκλισις
Ausschlag v
coal. απόκλιση εκκρεμούς
earth.sc. εκτροπή
mech.eng. διαδρομή
med. εξάνθημα; έκθυση δέρματος
social.sc., transp., mech.eng. γωνιακή διαδρομή; γωνιακή μετατόπιση
ausschlagen v
environ., forestr. Αναβλαστάνω από τη ρίζα
nat.sc., life.sc., agric. βλαστάνω; φυτρώνω
Ausschlagen v
met. σφυρηλάτηση
nat.sc. βλάστημα
Ausschlag
: 13 phrases in 5 subjects
Chemistry2
Communications1
General1
Mechanic engineering2
Transport7