DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Ausrollen n n -s
transp., el. κυλώ; κυλίω; πορεία με κεκτημένη ταχύτητα
Ausrollen v
gen. επιβράδυνση με το κιβώτιο ταχυτήτων στο νεκρό σημείο
transp., avia. τροχοδρόμηση μετά την προσγείωση
transp., el. πορεία με κλειστό ρυθμιστή
Ausrollen
: 3 phrases in 2 subjects
Mechanic engineering1
Transport2