DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Ausleger m m -s, =
forestr. μπούμα γερανού
Ausleger v
gen. πρόβολος δοκός; φορέας μεταφοράς καλύμματος
agric., mech.eng. βέλος
chem., el. βραχίονας; υπερκρεμάμενο άκρο γερανογέφυρας
construct. Πρόβολος
el. βραχίωνας αναρτήσεως
mech.eng. περιαυχένιο πτερυγίου στροφείου ελικοπτέρου; χιτώνιο πτερυγίου; βραχίονας βαρούλκου; πρόβολος; ακτινικό μπράτσο
mech.eng., construct. βραχίων; κεραία; μπούμα
transp. βραχίονας γερανού; μπίγα βιντσιού
transp., nautic., fish.farm. βαρδαφόγος; δοράτιο; κέρκος; προώστης; βαρδαφόγοςκν.; μπούμακν.
Ausleger
: 16 phrases in 6 subjects
Agriculture3
Coal1
Communications3
Fish farming pisciculture1
Mechanic engineering2
Metallurgy6